Tripadvisor: #2 Αξιοθέατο στις προτιμήσεις των επισκεπτών της Καβάλας.
Κατοικημένη αδιάκοπα από τον 7ο π.Χ. αιώνα η συνοικία της Παναγίας αποτελεί τον αρχικό ιστορικό πυρήνα της πόλης της Καβάλας. Πάνω σ’ αυτό το βραχώδες ακρωτήρι θεμελιώθηκε η πόλη που με τα τρία ονόματά της (Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα) διέσχισε τους αιώνες της ιστορίας της. Η ιστορία της είναι σε μεγάλο βαθμό η ίδια η ιστορία της Καβάλας.
Η αδιάκοπη κατοίκησή της, σε συνδυασμό με τη στενότητα του χώρου, δεν επέτρεψε να διατηρηθούν παρά ελάχιστα ίχνη από το αρχαίο και το βυζαντινό της παρελθόν, ίχνη που εντοπίζονται στις οχυρώσεις της ή που έφερε στο φως η σκαπάνη της αρχαιολογικής έρευνας και διατηρούνται στα μουσεία.
Για 2.500 χρόνια η πόλη αναπτύσσεται μέσα στα όρια των αρχαίων και βυζαντινών τειχών της, σε έκταση 13 εκταρίων. Μόνο στις αρχές του 16ου αιώνα επεκτείνεται και λίγο έξω απ’ αυτήν και περιλαμβάνει πλέον και κι ένα τραπεζοειδές επίπεδο κομμάτι γης, δίπλα στη θάλασσα και το λιμάνι, έκτασης 4 εκταρίων. Τα όρια αυτά και η συνολική έκταση των 17 εκταρίων διατηρούνται μέχρι το 1865 – 1870.
Τομή στην ιστορία της πόλης – χερσονήσου της Παναγίας είναι το 1391. Τότε η Χριστούπολη καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς, υφίσταται μεγάλες καταστροφές και για αρκετές δεκαετίες φέρει τα σημάδια της παρακμής, της εγκατάλειψης, ίσως και της πλήρους ερήμωσης. Μετά την ανοικοδόμηση της ακρόπολης (1425) ο χώρος της χερσονήσου γίνεται ουσιαστικά ένα κάστρο με αποκλειστικά στρατιωτικό χαρακτήρα.
Εστίες οργανωμένης ζωής εμφανίζονται από τα τέλη του 15ου αιώνα, όμως τις υποδομές και λειτουργίες μιας πόλης τις αποκτά στα 1520 – 1530, όταν δημιουργούνται μεγάλης κλίμακας έργα, κυρίως για την άμυνα και την ύδρευση (υδραγωγείο, ακρόπολη, τείχη, αλλά και μεγάλο ιμαρέτ, με κοινωφελή ιδρύματα), έργα που θα σφραγίζουν την ιστορία της πόλης για τους επόμενους τέσσερις αιώνες.
Οι οργανωμένοι εποικισμοί μουσουλμανικών και εβραϊκών πληθυσμών θα αυξήσουν τον πληθυσμό του οικισμού και θα τονώσουν την οικονομική του δραστηριότητα, ενώ οι εξισλαμισμοί θα ανατρέψουν τους εθνοθρησκευτικούς συσχετισμούς. Από τα μέσα του 16ου αιώνα η ανασυγκροτημένη πόλη έχει υποστεί βαθιές αλλαγές στις δομές και τις λειτουργίες της και έχει διαμορφώσει μια νέα, οθωμανική ταυτότητα.
Ο οθωμανικός – μουσουλμανικός χαρακτήρας της πόλης – χερσονήσου (με το χωρισμό της σε τρία μέρη: ακρόπολη, χώρο κατοίκησης του πληθυσμού και χώρο οικονομικών δραστηριοτήτων, με τους αμιγείς εθνοθρησκευτικούς μαχαλάδες, τα ιμαρέτ, παζάρια, χαμάμ, χάνια, τζαμιά κ.λπ.) θα διατηρηθεί μέχρι το τέλος της οθωμανικής περιόδου. Οι φάσεις του οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού της Καβάλας (1830 – 1880) και του μεγάλου άλματος (1880 κ.ε.), που θα μεταβάλουν τη τουρκόπολη σε μια ακμαία εμπορική πόλη με κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά, θα αφήσουν ανεπηρέαστη τη συνοικία της Παναγίας, η οποία βρίσκεται στο περιθώριο των εξελίξεων.
Η ταυτότητα της συνοικίας θα μεταβληθεί με τις κοσμοϊστορικές αλλαγές των αρχών του 20ου αιώνα. Το 1922 η Καβάλα δέχεται δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, που αρχικά καταλαμβάνουν τους κοινόχρηστους χώρους και τα ιδρύματα της συνοικίες ή συγκατοικούν με τους μουσουλμάνους ενοίκους των σπιτιών και στη συνέχεια, μετά την αποχώρηση του μουσουλμανικού στοιχείου, στεγάζονται μόνιμα στα ανταλλάξιμα ακίνητα. Η συνοικία (όπως και όλη η πόλη) μεταμορφώνεται για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του νέου πληθυσμού.
Στην περιοχή δεν υπάρχουν πλακοστρωμένες διαδρομές με "οδηγούς τυφλών".
Γενικά, η κίνηση με αναπηρικό αμαξίδιο στους δρόμους και τα σοκάκια της "Παναγιάς" είναι δύσκολη, αλλά όχι ανέφικτη.