H Καβάλα ήταν γνωστή ως λιμάνι εξαγωγής καπνού από το 18ο αιώνα. Ωστόσο, έντονη οικοδομική δραστηριότητα σημειώθηκε μετά το 1866, με το χτίσιμο των πρώτων καπναποθηκών και της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη, εκτός των τειχών που περικλείουν την παλιά πόλη, στην περιοχή που αργότερα αποτέλεσε το κέντρο της πόλης και που έχει επιλεγεί ως περιοχή παρέμβασης. Η δραστηριότητα αυτή, συνέπεσε με το νέο οικοδομικό κανονισμό της Τουρκίας "περί οδών και οικοδομών" του 1864 (Τανζιμάτ). Ο κανονισμός αυτός προέβλεπε πολεοδομική ρύθμιση των οικιστικών περιοχών, σύνταξη νέων ρυμοτομικών σχεδίων και αύξηση του επιτρεπόμενου ύψους που μέχρι τότε για τους χριστιανούς περιοριζόταν στα 7 μέτρα. Με την τροποποίηση αυτή, κατέστη εφικτό να κατασκευαστούν οι καπναποθήκες σε μαζική κλίμακα και σε περιοχή που απετέλεσε την πρώτη σημαντική επέκταση της πόλης. Η επέκταση αυτή εγκρίθηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου, του οποίου όμως η ημερομηνία και άλλες σχετικές πληροφορίες δεν έχουν βρεθεί (Lalenis, 2014). Αμέσως μετά την έγκριση επέκτασης της Καβάλας, καπναποθήκες, καπνεργοστάσια, γραφεία εταιριών, καταστήματα τραπεζών και κατοικίες καπνεμπόρων, τραπεζιτών και διπλωματών άρχισαν να κατασκευάζονται με γρήγορους ρυθμούς στην περιοχή παρέμβασης. Καθώς δεν υπήρχαν περιορισμοί μεγέθους, τα νέα κτίρια ήταν συνήθως αρκετά μεγάλα ώστε να παρέχουν επαρκή χώρο αποθήκευσης του καπνού ή ώστε να παρέχουν επαρκή χώρο εργασίας σε πολυάριθμους καπνεργάτες και καπνεργάτριες. Ενδεικτικό των σχετικών μεγεθών είναι το ότι στην αρχή του 20ου αιώνα, τρείς μεγάλες καπνεμπορικές εταιρείες απασχολούσαν 6.000 άτομα ως εργατικό προσωπικό (Lalenis, 2014).
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, το νέο αυτό τμήμα της πόλης παρουσίαζε εικόνα μοντέρνου και πλούσιου αστικού τμήματος. Οι περισσότερες κατασκευές, βιομηχανικού ή οικονομικού χαρακτήρα, ήταν χτισμένες ημικυκλικά γύρω από την παράκτια ζώνη, με τις καπναποθήκες συνήθως επί της παραλιακής ζώνης και τα γραφεία, τράπεζες και κατοικίες με βαθμιαία εξάπλωση προς το εσωτερικό. Οι κατασκευές αυτές εξέφραζαν σε μεγάλο βαθμό το αρχιτεκτονικό στυλ των χωρών προέλευσης των ιδιοκτητών τους ή των αρχιτεκτόνων που τα σχεδίαζαν. Κτίρια νεοκλασικά, εκλεκτικιστικά, μπαρόκ με Οθωμανικές επιρροές κλπ., συνυπήρχαν σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον (Rentetzi, 2008). Η πρώτη νέα συνοικία που δημιουργήθηκε εκτός των τειχών, ήταν του Αγίου Ιωάννου, με την πρώτη ομώνυμη Ορθόδοξη εκκλησία, σχολεία χριστιανικά, μουσουλμανικά και εβραϊκά, καθώς και ξενοδοχεία, λουτρά και εστιατόρια. Κάπως βορειότερα, σε τμήματα των σημερινών συνοικιών Αγίου Παύλου και Αγίου Γεωργίου –που επίσης αποτελούν τμήματα της περιοχής παρέμβασης- ήταν οι φτωχότερες κατοικίες των καπνεργατών και καπνεργατριών, με επίσης πολυεθνικό χαρακτήρα (χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι), χωρίς όμως κοινωνικές υποδομές άλλων χρήσεων.
Με την εγκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε από 23.000 περίπου (1920) σε 39.980 (1924) και 50.065 (1928). Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν γύρω και έξω από την περιοχή παρέμβασης, καταλαμβάνοντας τα άγονα υψώματα που ήταν ιδιοκτησία του Δημοσίου. Το πρώτο σχέδιο πόλης της Καβάλας που κυρίως επικεντρωνόταν στην περιοχή παρέμβασης, εκπονήθηκε το 1929 από τον Ρώσο υπομηχανικό Ρουδομέτωφ, σε επιφάνεια 4.500 στρεμμάτων. Συγχρόνως, άρχισε και η κατασκευή του νέου λιμανιού της Καβάλας με προσχώσεις και επέκταση της χερσαίας παραλιακής ζώνης. Από την εποχή αυτή και μέχρι το 1936, η κατεργασία καπνού, με την αφθονία του φθηνού εργατικού δυναμικού και το καπνεμπόριο, παρουσίασαν εντυπωσιακά κέρδη, ενώ σε ακμή ήταν και το καπνεργατικό κίνημα.
Σημαντικό τμήμα, τέλος, της περιοχής παρέμβασης αποτελεί και η παραλία που δημιουργήθηκε από τεχνητή επέκταση της χερσαίας ζώνης. Η κατασκευή των λιμενικών έργων που άρχισε το 1929, ολοκληρώθηκε στην δεκαετία του 1960. Με αυτά, επιχωματώθηκε μεγάλη επιφάνεια κατά μήκος της παραλίας που αποτελεί και σήμερα το μόνο επίπεδο τμήμα της πόλης και στο οποίο αναπτύχθηκε το κέντρο της πόλης. Εκείνη την περίοδο, πολλές από τις δράσεις στην περιοχή παρέμβασης, που επέδρασαν στην πολεοδομική λειτουργία της, αντιμετωπίστηκαν κυρίως ως τεχνικά έργα και όχι ως πολεοδομικές παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος, όπως έγινε για παράδειγμα με τη δημιουργία της Πλατείας Ελευθερίας.